Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἄντροθε
ἄντρον
ἀντροφυής
ἀντροχαρής
ἀντρώδης
ἀντύα
ἀντυγωτός
ἀντυκάρτερα
ἄντυξ
ἀντυποκρίνομαι
ἄντυπος
ἀντῳδή
ἀντῳδός
ἀντωθέω
ἀντώθησις
ἄντωμος
ἀντωμοσία
ἀντωνέομαι
ἀντωνυμέω
ἀντωνυμία
ἀντωνυμικός
View word page
ἄντυπος
ἄντυπος·
ἶσος, ὅμοιος, ἢ ἐναντίος,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἄντυπος
Headword (normalized):
ἄντυπος
Headword (normalized/stripped):
αντυπος
IDX:
10802
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-10803
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄντυπος·</span> <span class="foreign greek">ἶσος, ὅμοιος, ἢ ἐναντίος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}