Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπεύδιος
ὑπεύθυνος
ὑπευθυντηρία
ὑπευλαβέομαι
ὑπευνάζομαι
ὑπευνάομαι
ὑπεφηβαρχέω
ὑπέχθεμα
ὑπέχω
ὑπέωρος
ὑπήβολος
ὑπηέριος
ὑπηθέω
ὑπήκοον
ὑπήκοος
ὑπήλατος
ὑπηλιφής
ὑπημάτιος
ὑπημύω
ὑπηνέμιος
ὑπήνεμος
View word page
ὑπήβολος
ὑπήβολος, ον,
A). v. ὑπώβολος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπήβολος
Headword (normalized):
ὑπήβολος
Headword (normalized/stripped):
υπηβολος
IDX:
108016
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-108017
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπήβολος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὑπώβολος.</span> </div> </div><br><br>'}