Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπέσχεθον
ὑπέσχημαι
ὑπετυμολογέω
ὑπεύδιος
ὑπεύθυνος
ὑπευθυντηρία
ὑπευλαβέομαι
ὑπευνάζομαι
ὑπευνάομαι
ὑπεφηβαρχέω
ὑπέχθεμα
ὑπέχω
ὑπέωρος
ὑπήβολος
ὑπηέριος
ὑπηθέω
ὑπήκοον
ὑπήκοος
ὑπήλατος
ὑπηλιφής
ὑπημάτιος
View word page
ὑπέχθεμα
ὑπέχ-θεμα, ὑπεχ-θέσιμος,
A). v. ὑπεκ-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπέχθεμα
Headword (normalized):
ὑπέχθεμα
Headword (normalized/stripped):
υπεχθεμα
IDX:
108013
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-108014
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπέχ-θεμα</span>, <span class="orth greek">ὑπεχ-θέσιμος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὑπεκ-.</span> </div> </div><br><br>'}