Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπερῷος
ὑπέρωρος
ὑπερωρόφιος
ὑπερώσιος
ὑπερώτατος
ὑπερωτάω
ὑπερώτησις
ὑπεσθίω
ὑπεσταλμένως
ὑπέσχεθον
ὑπέσχημαι
ὑπετυμολογέω
ὑπεύδιος
ὑπεύθυνος
ὑπευθυντηρία
ὑπευλαβέομαι
ὑπευνάζομαι
ὑπευνάομαι
ὑπεφηβαρχέω
ὑπέχθεμα
ὑπέχω
View word page
ὑπέσχημαι
ὑπέσχημαι,
A). v. ὑπισχνέομαι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπέσχημαι
Headword (normalized):
ὑπέσχημαι
Headword (normalized/stripped):
υπεσχημαι
IDX:
108004
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-108005
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπέσχημαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὑπισχνέομαι.</span> </div> </div><br><br>'}