Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπερῷον
ὑπερῷος
ὑπέρωρος
ὑπερωρόφιος
ὑπερώσιος
ὑπερώτατος
ὑπερωτάω
ὑπερώτησις
ὑπεσθίω
ὑπεσταλμένως
ὑπέσχεθον
ὑπέσχημαι
ὑπετυμολογέω
ὑπεύδιος
ὑπεύθυνος
ὑπευθυντηρία
ὑπευλαβέομαι
ὑπευνάζομαι
ὑπευνάομαι
ὑπεφηβαρχέω
ὑπέχθεμα
View word page
ὑπέσχεθον
ὑπέσχεθον,
A). v. ὑπέχω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπέσχεθον
Headword (normalized):
ὑπέσχεθον
Headword (normalized/stripped):
υπεσχεθον
IDX:
108003
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-108004
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπέσχεθον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὑπέχω.</span> </div> </div><br><br>'}