Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀντρίτης
ἀντροδίαιτος
ἀντροειδής
ἄντροθε
ἄντρον
ἀντροφυής
ἀντροχαρής
ἀντρώδης
ἀντύα
ἀντυγωτός
ἀντυκάρτερα
ἄντυξ
ἀντυποκρίνομαι
ἄντυπος
ἀντῳδή
ἀντῳδός
ἀντωθέω
ἀντώθησις
ἄντωμος
ἀντωμοσία
ἀντωνέομαι
View word page
ἀντυκάρτερα
ἀντυκάρτερα·
ἀντίσχυρα
( Lacon.),
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀντυκάρτερα
Headword (normalized):
ἀντυκάρτερα
Headword (normalized/stripped):
αντυκαρτερα
IDX:
10799
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-10800
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντυκάρτερα·</span> <span class="foreign greek">ἀντίσχυρα</span> ( Lacon.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}