Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπερώϊον
ὑπερώϊος
ὑπερωκεάνιος
ὑπερωμία
ὑπερωνέομαι
ὑπερῷον
ὑπερῷος
ὑπέρωρος
ὑπερωρόφιος
ὑπερώσιος
ὑπερώτατος
ὑπερωτάω
ὑπερώτησις
ὑπεσθίω
ὑπεσταλμένως
ὑπέσχεθον
ὑπέσχημαι
ὑπετυμολογέω
ὑπεύδιος
ὑπεύθυνος
ὑπευθυντηρία
View word page
ὑπερώτατος
ὑπερώτατος, η, ον, poet. Sup. for ὑπέρτατος (q. v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπερώτατος
Headword (normalized):
ὑπερώτατος
Headword (normalized/stripped):
υπερωτατος
IDX:
107998
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107999
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπερώτατος</span>, <span class="itype greek">η</span>, <span class="itype greek">ον</span>, poet. Sup. for <span class="foreign greek">ὑπέρτατος</span> (q. v.).</div><br><br>'}