Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπερψύχω
ὑπερῶ
ὑπερῴα
ὑπερῴδιον
ὑπερωδυνέω
ὑπερωδυνία
ὑπερώδυνος
ὑπερωέω
ὑπερωϊόθεν
ὑπερώϊον
ὑπερώϊος
ὑπερωκεάνιος
ὑπερωμία
ὑπερωνέομαι
ὑπερῷον
ὑπερῷος
ὑπέρωρος
ὑπερωρόφιος
ὑπερώσιος
ὑπερώτατος
ὑπερωτάω
View word page
ὑπερώϊος
ὑπερώϊος, η, ον,
A). v. ὑπερῷος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπερώϊος
Headword (normalized):
ὑπερώϊος
Headword (normalized/stripped):
υπερωιος
IDX:
107989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107990
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπερώϊος</span>, <span class="itype greek">η</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὑπερῷος.</span> </div> </div><br><br>'}