Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπερχρονίζω
ὑπερχρόνιος
ὑπέρχρονος
ὑπέρχυε
ὑπέρχυμα
ὑπέρχυσις
ὑπερχωρέω
ὑπέρψυχος
ὑπέρψυχρος
ὑπερψύχω
ὑπερῶ
ὑπερῴα
ὑπερῴδιον
ὑπερωδυνέω
ὑπερωδυνία
ὑπερώδυνος
ὑπερωέω
ὑπερωϊόθεν
ὑπερώϊον
ὑπερώϊος
ὑπερωκεάνιος
View word page
ὑπερῶ
ὑπερῶ, Att. fut. of ὑπεῖπον.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπερῶ
Headword (normalized):
ὑπερῶ
Headword (normalized/stripped):
υπερω
IDX:
107980
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107981
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπερῶ</span>, Att. fut. of <span class="foreign greek">ὑπεῖπον.</span> </div><br><br>'}