Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπερυγραίνω
ὑπέρυγρος
ὑπερυδραργυρίζω
ὑπέρυδρος
ὑπερυθραίνω
ὑπερυθριάω
ὑπέρυθρος
ὑπερυμνέω
ὑπερύμνητος
ὑπερυπάται
ὑπερυπόκειμαι
ὑπερύψηλος
ὑπερυψόω
ὑπερφαίνομαι
ὑπερφαλαγγέω
ὑπερφαλάγγησις
ὑπερφανής
ὑπέρφασις
ὑπέρφατος
ὑπερφέγγεια
ὑπερφέρεια
View word page
ὑπερυπόκειμαι
ὑπερυπόκειμαι,
A). to be over-mortgaged, PLond. 2.154.13 (i A.D.).


ShortDef

to be over-mortgaged

Debugging

Headword:
ὑπερυπόκειμαι
Headword (normalized):
ὑπερυπόκειμαι
Headword (normalized/stripped):
υπερυποκειμαι
IDX:
107911
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107912
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπερυπόκειμαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be over-mortgaged,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PLond.</span> 2.154.13 </span> (i A.D.).</div> </div><br><br>'}