Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπερτοξεύσιμος
ὑπερτοξεύω
ὑπερτραγίζω
ὑπερτρέχω
ὑπερτρισύλλαβος
ὑπέρτροπα
ὑπερτροχάζω
ὑπερτρυφάω
ὑπερυβρίζω
ὑπερυγραίνω
ὑπέρυγρος
ὑπερυδραργυρίζω
ὑπέρυδρος
ὑπερυθραίνω
ὑπερυθριάω
ὑπέρυθρος
ὑπερυμνέω
ὑπερύμνητος
ὑπερυπάται
ὑπερυπόκειμαι
ὑπερύψηλος
View word page
ὑπέρυγρος
ὑπέρυγρος, ον,
A). excessively liquid, of sputum, Gal. 17(2).395 .


ShortDef

excessively liquid

Debugging

Headword:
ὑπέρυγρος
Headword (normalized):
ὑπέρυγρος
Headword (normalized/stripped):
υπερυγρος
IDX:
107902
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107903
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπέρυγρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">excessively liquid,</span> of sputum, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 17(2).395 </span>.</div> </div><br><br>'}