ὑπερτρέχω, fut.
-δρᾰμοῦμαι, and in
Philetaer. 3 (s. v.l.)
-δραμῶ: aor.
-έδρᾰμον: cf.
ὑπερθέω:—
A). run over or beyond, outrun, escape from, ἄκρην πενίην Thgn. 620 .
2). prevail against, ὥστε .. θεῶν νόμιμα .. θνητὸν ὄνθ’ ὑπερδραμεῖν S. Ant. 455 ;
πῶς τὰ κρείσσω θνητὸς οὖσ’ ὑπερδράμω; E. Ion 973 , cf.
Hel. 1524 ;
ἢν δ’ αὖ κρατηθῆς καὶ τὰ τοῦδ’ ὑπερδράμῃ if .. his fortune
prevail, Id. Ph. 578 .
3). excel, surpass, εἰ θεὰς ὑπερδράμοι κάλλει Id. Tr. 930 , cf. Philetaer.l.c.