Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀντοφθαλμέω
ἀντοφθάλμησις
ἀντόφθαλμος
ἀντόφρυς
ἀντοχέομαι
ἀντοχεύς
ἀντοχή
ἀντοχυρόω
ἀντραῖος
ἀντρέπω
ἀ<ν>τρέσας
ἀντρηίς
ἀντριάς
ἀντρίτης
ἀντροδίαιτος
ἀντροειδής
ἄντροθε
ἄντρον
ἀντροφυής
ἀντροχαρής
ἀντρώδης
View word page
ἀ<ν>τρέσας
ἀ<ν>τρέσας·
ἀναφοβηθείς,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀ<ν>τρέσας
Headword (normalized):
ἀ<ν>τρέσας
Headword (normalized/stripped):
α<ν>τρεσας
IDX:
10786
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-10787
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀ<ν>τρέσας·</span> <span class="foreign greek">ἀναφοβηθείς,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}