Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπερστατέω
ὑπερστείχω
ὑπερστένω
ὑπερστέργω
ὑπερστερητικός
ὑπερστήμων
ὑπερστίλβω
ὑπερσυνεχής
ὑπερσυντέλικος
ὑπερσχεθεῖν
ὑπερσχετικόν
ὑπερσωκράτης
ὑπερταλαντάω
ὑπέρταξις
ὑπέρτασις
ὑπέρτατος
ὑπερτείνω
Ὑπερτελεάτας
ὑπερτέλειος
ὑπερτελέω
ὑπερτελής
View word page
ὑπερσχετικόν
ὑπερσχετικόν,
A). superabile, Gloss. (ὑπερεσχ- codd.).


ShortDef

superabile

Debugging

Headword:
ὑπερσχετικόν
Headword (normalized):
ὑπερσχετικόν
Headword (normalized/stripped):
υπερσχετικον
IDX:
107865
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107866
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπερσχετικόν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">superabile,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> (<span class="foreign greek">ὑπερεσχ</span>- codd.).</div> </div><br><br>'}