Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπέρσοφος
ὑπερσπεύδω
ὑπέρσπονδος
ὑπερσπουδάζω
ὑπέρσπουδος
ὑπερστατέω
ὑπερστείχω
ὑπερστένω
ὑπερστέργω
ὑπερστερητικός
ὑπερστήμων
ὑπερστίλβω
ὑπερσυνεχής
ὑπερσυντέλικος
ὑπερσχεθεῖν
ὑπερσχετικόν
ὑπερσωκράτης
ὑπερταλαντάω
ὑπέρταξις
ὑπέρτασις
ὑπέρτατος
View word page
ὑπερστήμων
ὑπερστήμων, dub. sens. in Hsch.
A). s.v. ὑπεραγοναστάς.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπερστήμων
Headword (normalized):
ὑπερστήμων
Headword (normalized/stripped):
υπερστημων
IDX:
107860
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107861
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπερστήμων</span>, dub. sens. in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> s.v. <span class="ref greek">ὑπεραγοναστάς.</span> </div> </div><br><br>'}