Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀντοφείλω
ἀντοφθαλμέω
ἀντοφθάλμησις
ἀντόφθαλμος
ἀντόφρυς
ἀντοχέομαι
ἀντοχεύς
ἀντοχή
ἀντοχυρόω
ἀντραῖος
ἀντρέπω
ἀ<ν>τρέσας
ἀντρηίς
ἀντριάς
ἀντρίτης
ἀντροδίαιτος
ἀντροειδής
ἄντροθε
ἄντρον
ἀντροφυής
ἀντροχαρής
View word page
ἀντρέπω
ἀντρέπω, poet. for ἀνατρέπω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀντρέπω
Headword (normalized):
ἀντρέπω
Headword (normalized/stripped):
αντρεπω
IDX:
10785
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-10786
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντρέπω</span>, poet. for <span class="foreign greek">ἀνατρέπω.</span> </div><br><br>'}