Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπερποτάομαι
ὑπερπράξιον
ὑπερπράσσω
ὑπερπρόθεσμος
ὑπέρπτατο
ὑπέρπτωχος
ὑπερπυππάζω
ὑπέρπυρος
ὑπερπυρριάω
ὑπερπώρωσις
ὑπερπωτάομαι
ὑπερρέω
ὑπερρίπτω
ὑπερσαρκέω
ὑπερσάρκημα
ὑπερσαρκόω
ὑπέρσαρκος
ὑπερσάρκωμα
ὑπερσάρκωσις
ὑπερσέβω
ὑπερσέληνος
View word page
ὑπερπωτάομαι
ὑπερπωτάομαι, poet. for ὑπερπέτομαι, Theoc. 15.120 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπερπωτάομαι
Headword (normalized):
ὑπερπωτάομαι
Headword (normalized/stripped):
υπερπωταομαι
IDX:
107831
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107832
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπερπωτάομαι</span>, poet. for <span class="foreign greek">ὑπερπέτομαι,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0005.tlg001.perseus-grc1:15:120" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0005.tlg001.perseus-grc1:15.120/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Theoc.</span> 15.120 </a>.</div><br><br>'}