Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπερποθέω
ὑπερπολάζω
ὑπέρπολυς
ὑπερπονέω
ὑπέρπονος
ὑπερπόντιος
ὑπερποτάομαι
ὑπερπράξιον
ὑπερπράσσω
ὑπερπρόθεσμος
ὑπέρπτατο
ὑπέρπτωχος
ὑπερπυππάζω
ὑπέρπυρος
ὑπερπυρριάω
ὑπερπώρωσις
ὑπερπωτάομαι
ὑπερρέω
ὑπερρίπτω
ὑπερσαρκέω
ὑπερσάρκημα
View word page
ὑπέρπτατο
ὑπέρπτᾰτο,
A). v. ὑπερπέτομαι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπέρπτατο
Headword (normalized):
ὑπέρπτατο
Headword (normalized/stripped):
υπερπτατο
IDX:
107825
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107826
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπέρπτᾰτο</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὑπερπέτομαι.</span> </div> </div><br><br>'}