Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπερπνιγής
ὑπερποθέω
ὑπερπολάζω
ὑπέρπολυς
ὑπερπονέω
ὑπέρπονος
ὑπερπόντιος
ὑπερποτάομαι
ὑπερπράξιον
ὑπερπράσσω
ὑπερπρόθεσμος
ὑπέρπτατο
ὑπέρπτωχος
ὑπερπυππάζω
ὑπέρπυρος
ὑπερπυρριάω
ὑπερπώρωσις
ὑπερπωτάομαι
ὑπερρέω
ὑπερρίπτω
ὑπερσαρκέω
View word page
ὑπερπρόθεσμος
ὑπερπρόθεσμος, ον,
A). = ὑπερήμερος , Suid. s.h.v.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπερπρόθεσμος
Headword (normalized):
ὑπερπρόθεσμος
Headword (normalized/stripped):
υπερπροθεσμος
IDX:
107824
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107825
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπερπρόθεσμος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ὑπερήμερος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> s.h.v.</div> </div><br><br>'}