Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπερπλουτέω
ὑπέρπλουτος
ὑπερπνέω
ὑπερπνιγής
ὑπερποθέω
ὑπερπολάζω
ὑπέρπολυς
ὑπερπονέω
ὑπέρπονος
ὑπερπόντιος
ὑπερποτάομαι
ὑπερπράξιον
ὑπερπράσσω
ὑπερπρόθεσμος
ὑπέρπτατο
ὑπέρπτωχος
ὑπερπυππάζω
ὑπέρπυρος
ὑπερπυρριάω
ὑπερπώρωσις
ὑπερπωτάομαι
View word page
ὑπερποτάομαι
ὑπερποτάομαι, poet. for ὑπερπέτομαι, Lyc. 17 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπερποτάομαι
Headword (normalized):
ὑπερποτάομαι
Headword (normalized/stripped):
υπερποταομαι
IDX:
107821
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107822
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπερποτάομαι</span>, poet. for <span class="foreign greek">ὑπερπέτομαι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 17 </span>.</div><br><br>'}