Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἄντορος
ἀντορύσσω
ἀντορχέομαι
ἄντος
ἀντοφείλω
ἀντοφθαλμέω
ἀντοφθάλμησις
ἀντόφθαλμος
ἀντόφρυς
ἀντοχέομαι
ἀντοχεύς
ἀντοχή
ἀντοχυρόω
ἀντραῖος
ἀντρέπω
ἀ<ν>τρέσας
ἀντρηίς
ἀντριάς
ἀντρίτης
ἀντροδίαιτος
ἀντροειδής
View word page
ἀντοχεύς
ἀντοχεύς·
πόρπαξ ἀσπίδος,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀντοχεύς
Headword (normalized):
ἀντοχεύς
Headword (normalized/stripped):
αντοχευς
IDX:
10781
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-10782
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντοχεύς·</span> <span class="foreign greek">πόρπαξ ἀσπίδος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}