Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπερπιαίνω
ὑπέρπικρος
ὑπερπίμπλημι
ὑπερπινω
ὑπερπίπτω
ὑπερπλάζω
ὑπερπλεονάζω
ὑπέρπλεος
ὑπέρπλεως
ὑπερπληθής
ὑπερπλημμυρέω
ὑπερπλήρης
ὑπερπληρόω
ὑπερπλήρωσις
ὑπερπλούσιος
ὑπερπλουτέω
ὑπέρπλουτος
ὑπερπνέω
ὑπερπνιγής
ὑπερποθέω
ὑπερπολάζω
View word page
ὑπερπλημμυρέω
ὑπερπλημμυρέω,
A). overflow, Gloss.


ShortDef

overflow

Debugging

Headword:
ὑπερπλημμυρέω
Headword (normalized):
ὑπερπλημμυρέω
Headword (normalized/stripped):
υπερπλημμυρεω
IDX:
107806
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107807
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπερπλημμυρέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">overflow,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}