Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὑπερπείθομαι
ὑπερπεινάω
ὑπερπέλομαι
ὑπερπενθέω
ὑπερπεπαίνομαι
ὑπερπεράω
ὑπερπερικλῆς
ὑπερπερισσεύω
ὑπερπερισσῶς
ὑπερπέσσω
ὑπερπέταμαι
ὑπερπετάννυμι
ὑπερπετής
ὑπερπέτομαι
ὑπερπήγνυμαι
ὑπερπηδάω
ὑπερπήδησις
ὑπερπιαίνω
ὑπέρπικρος
ὑπερπίμπλημι
ὑπερπινω
View word page
ὑπερπέταμαι
ὑπερπέταμαι
,
A).
=
ὑπερπέτομαι
,
AP
5.258
(Paul. Sil.),
7.546
,
12.249
(
Strat.
).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὑπερπέταμαι
Headword (normalized):
ὑπερπέταμαι
Headword (normalized/stripped):
υπερπεταμαι
IDX:
107789
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107790
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπερπέταμαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ὑπερπέτομαι</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 5.258 </span> (Paul. Sil.), <span class="bibl"> 7.546 </span>, <span class="bibl"> 12.249 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Strat.</span></span>).</div> </div><br><br>'}