Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπερπαχύνομαι
ὑπέρπαχυς
ὑπερπείθομαι
ὑπερπεινάω
ὑπερπέλομαι
ὑπερπενθέω
ὑπερπεπαίνομαι
ὑπερπεράω
ὑπερπερικλῆς
ὑπερπερισσεύω
ὑπερπερισσῶς
ὑπερπέσσω
ὑπερπέταμαι
ὑπερπετάννυμι
ὑπερπετής
ὑπερπέτομαι
ὑπερπήγνυμαι
ὑπερπηδάω
ὑπερπήδησις
ὑπερπιαίνω
ὑπέρπικρος
View word page
ὑπερπερισσῶς
ὑπερπερισς-ῶς, Adv.
A). beyond all measure, Ev.Marc. 7.37 .


ShortDef

beyond all measure

Debugging

Headword:
ὑπερπερισσῶς
Headword (normalized):
ὑπερπερισσῶς
Headword (normalized/stripped):
υπερπερισσως
IDX:
107787
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107788
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπερπερισς-ῶς</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">beyond all measure,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ev.Marc.</span> 7.37 </span>.</div> </div><br><br>'}