Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπερπαγής
ὑπερπαθέω
ὑπερπαθής
ὑπερπαίω
ὑπερπαλύνω
ὑπερπάσχω
ὑπερπαφλάχω
ὑπερπαχύνομαι
ὑπέρπαχυς
ὑπερπείθομαι
ὑπερπεινάω
ὑπερπέλομαι
ὑπερπενθέω
ὑπερπεπαίνομαι
ὑπερπεράω
ὑπερπερικλῆς
ὑπερπερισσεύω
ὑπερπερισσῶς
ὑπερπέσσω
ὑπερπέταμαι
ὑπερπετάννυμι
View word page
ὑπερπεινάω
ὑπερπεινάω,
A). to be excessively hungry, Gal. 12.288 , 351 .


ShortDef

to be excessively hungry

Debugging

Headword:
ὑπερπεινάω
Headword (normalized):
ὑπερπεινάω
Headword (normalized/stripped):
υπερπειναω
IDX:
107780
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107781
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπερπεινάω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be excessively hungry,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 12.288 </span>,<span class="bibl"> 351 </span>.</div> </div><br><br>'}