Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπερούριος
ὑπερούσιος
ὑπερουτάω
ὑπέροφρυς
ὑπεροχέω
ὑπεροχή
ὑπεροχικός
ὑπέροχος
ὑπεροψία
ὑπέροψις
ὑπερόψομαι
ὑπεροψωνέω
ὑπερπαγής
ὑπερπαθέω
ὑπερπαθής
ὑπερπαίω
ὑπερπαλύνω
ὑπερπάσχω
ὑπερπαφλάχω
ὑπερπαχύνομαι
ὑπέρπαχυς
View word page
ὑπερόψομαι
ὑπερόψομαι,
A). v. ὑπεροράω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπερόψομαι
Headword (normalized):
ὑπερόψομαι
Headword (normalized/stripped):
υπεροψομαι
IDX:
107768
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107769
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπερόψομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὑπεροράω.</span> </div> </div><br><br>'}