Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπερορίζω
ὑπερόριος
ὑπερορισμός
ὑπεροριστέον
ὑπερόρκιος
ὑπερορμαίνω
ὑπερόρνυμαι
ὑπερορρωδέω
ὕπερος
ὑπερουράνιος
ὑπερούριος
ὑπερούσιος
ὑπερουτάω
ὑπέροφρυς
ὑπεροχέω
ὑπεροχή
ὑπεροχικός
ὑπέροχος
ὑπεροψία
ὑπέροψις
ὑπερόψομαι
View word page
ὑπερούριος
ὑπερούριος, ον, Ion. and poet. for ὑπερόριος (q. v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπερούριος
Headword (normalized):
ὑπερούριος
Headword (normalized/stripped):
υπερουριος
IDX:
107758
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107759
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπερούριος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, Ion. and poet. for <span class="foreign greek">ὑπερόριος</span> (q. v.).</div><br><br>'}