Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπέροπτος
ὑπερόρασις
ὑπερορατικός
ὑπεροράω
ὑπεροργίζομαι
ὑπεροργώντως
ὑπερορέγομαι
ὑπερορία
ὑπερορίζω
ὑπερόριος
ὑπερορισμός
ὑπεροριστέον
ὑπερόρκιος
ὑπερορμαίνω
ὑπερόρνυμαι
ὑπερορρωδέω
ὕπερος
ὑπερουράνιος
ὑπερούριος
ὑπερούσιος
ὑπερουτάω
View word page
ὑπερορισμός
ὑπερορ-ισμός, ,
A). banishment, Poll. 9.158 .


ShortDef

banishment

Debugging

Headword:
ὑπερορισμός
Headword (normalized):
ὑπερορισμός
Headword (normalized/stripped):
υπερορισμος
IDX:
107750
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107751
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπερορ-ισμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">banishment,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:9:158" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:9.158/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Poll.</span> 9.158 </a>.</div> </div><br><br>'}