Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀντονομάζω
ἀντονομασία
ἀντονομαστικός
ἀντόπτρα
ἀντοργίζομαι
ἀντορέγω
ἀντορθιάζω
ἄντορος
ἀντορύσσω
ἀντορχέομαι
ἄντος
ἀντοφείλω
ἀντοφθαλμέω
ἀντοφθάλμησις
ἀντόφθαλμος
ἀντόφρυς
ἀντοχέομαι
ἀντοχεύς
ἀντοχή
ἀντοχυρόω
ἀντραῖος
View word page
ἄντος
ἄντος·
εὖρος, οἱ δὲ Εὐριπίδης,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἄντος
Headword (normalized):
ἄντος
Headword (normalized/stripped):
αντος
IDX:
10774
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-10775
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄντος·</span> <span class="foreign greek">εὖρος, οἱ δὲ Εὐριπίδης,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}