Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπερόπτησις
ὑπεροπτικός
ὑπέροπτος
ὑπέροπτος
ὑπερόρασις
ὑπερορατικός
ὑπεροράω
ὑπεροργίζομαι
ὑπεροργώντως
ὑπερορέγομαι
ὑπερορία
ὑπερορίζω
ὑπερόριος
ὑπερορισμός
ὑπεροριστέον
ὑπερόρκιος
ὑπερορμαίνω
ὑπερόρνυμαι
ὑπερορρωδέω
ὕπερος
ὑπερουράνιος
View word page
ὑπερορία
ὑπερορ-ία, ,
A). v. ὑπερόριος 1.2 .


ShortDef

foreign land

Debugging

Headword:
ὑπερορία
Headword (normalized):
ὑπερορία
Headword (normalized/stripped):
υπερορια
IDX:
107747
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107748
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπερορ-ία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὑπερόριος</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:1:2" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:1.2/canonical-url/"> 1.2 </a>.</div> </div><br><br>'}