Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπεροπτεύω
ὑπερόπτης
ὑπερόπτησις
ὑπεροπτικός
ὑπέροπτος
ὑπέροπτος
ὑπερόρασις
ὑπερορατικός
ὑπεροράω
ὑπεροργίζομαι
ὑπεροργώντως
ὑπερορέγομαι
ὑπερορία
ὑπερορίζω
ὑπερόριος
ὑπερορισμός
ὑπεροριστέον
ὑπερόρκιος
ὑπερορμαίνω
ὑπερόρνυμαι
ὑπερορρωδέω
View word page
ὑπεροργώντως
ὑπεροργώντως, Adv.,(ὀργάω)
A). with eager desire, Hsch. s.v. περιόργως.


ShortDef

with eager desire

Debugging

Headword:
ὑπεροργώντως
Headword (normalized):
ὑπεροργώντως
Headword (normalized/stripped):
υπεροργωντως
IDX:
107745
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107746
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπεροργώντως</span>, Adv.,(<span class="etym greek">ὀργάω</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with eager desire,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">περιόργως.</span> </div> </div><br><br>'}