Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπέροπλος
ὑπεροπτάω
ὑπεροπτέον
ὑπεροπτεύω
ὑπερόπτης
ὑπερόπτησις
ὑπεροπτικός
ὑπέροπτος
ὑπέροπτος
ὑπερόρασις
ὑπερορατικός
ὑπεροράω
ὑπεροργίζομαι
ὑπεροργώντως
ὑπερορέγομαι
ὑπερορία
ὑπερορίζω
ὑπερόριος
ὑπερορισμός
ὑπεροριστέον
ὑπερόρκιος
View word page
ὑπερορατικός
ὑπερορ-ᾱτικός, , όν,
A). = ὑπεροπτικός , Poll. 9.147 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπερορατικός
Headword (normalized):
ὑπερορατικός
Headword (normalized/stripped):
υπερορατικος
IDX:
107742
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107743
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπερορ-ᾱτικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ὑπεροπτικός</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:9:147" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:9.147/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Poll.</span> 9.147 </a>.</div> </div><br><br>'}