Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπεροπλία
ὑπεροπλίζομαι
ὑπέροπλος
ὑπεροπτάω
ὑπεροπτέον
ὑπεροπτεύω
ὑπερόπτης
ὑπερόπτησις
ὑπεροπτικός
ὑπέροπτος
ὑπέροπτος
ὑπερόρασις
ὑπερορατικός
ὑπεροράω
ὑπεροργίζομαι
ὑπεροργώντως
ὑπερορέγομαι
ὑπερορία
ὑπερορίζω
ὑπερόριος
ὑπερορισμός
View word page
ὑπέροπτος
ὑπέροπτος (B), ον,(ὀπτάὠ,
A). over-heated, Gal. 19.426 .


ShortDef

disdainful
over-heated

Debugging

Headword:
ὑπέροπτος
Headword (normalized):
ὑπέροπτος
Headword (normalized/stripped):
υπεροπτος
IDX:
107740
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107741
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπέροπτος</span> (B), <span class="itype greek">ον</span>,(<span class="foreign greek">ὀπτάὠ,</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">over-heated,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 19.426 </span>.</div> </div><br><br>'}