Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὕπερον
ὑπερόντως
ὑπέροξυς
ὑπεροπεύς
ὑπεροπλήεις
ὑπεροπλία
ὑπεροπλίζομαι
ὑπέροπλος
ὑπεροπτάω
ὑπεροπτέον
ὑπεροπτεύω
ὑπερόπτης
ὑπερόπτησις
ὑπεροπτικός
ὑπέροπτος
ὑπέροπτος
ὑπερόρασις
ὑπερορατικός
ὑπεροράω
ὑπεροργίζομαι
ὑπεροργώντως
View word page
ὑπεροπτεύω
ὑπεροπτεύω,
A). = ὑπεροράω , Socr. Ep. 37 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπεροπτεύω
Headword (normalized):
ὑπεροπτεύω
Headword (normalized/stripped):
υπεροπτευω
IDX:
107735
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107736
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπεροπτεύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ὑπεροράω</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0637.tlg001:37" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0637.tlg001:37/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Socr.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ep.</span> 37 </a>.</div> </div><br><br>'}