Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπεροικέω
ὑπεροικοδομέω
ὑπέροικος
ὑπέροινος
ὑπεροίομαι
ὑπεροκνέομαι
ὑπερομβρία
ὕπερον
ὑπερόντως
ὑπέροξυς
ὑπεροπεύς
ὑπεροπλήεις
ὑπεροπλία
ὑπεροπλίζομαι
ὑπέροπλος
ὑπεροπτάω
ὑπεροπτέον
ὑπεροπτεύω
ὑπερόπτης
ὑπερόπτησις
ὑπεροπτικός
View word page
ὑπεροπεύς
ὑπεροπ-εύς,
A). = ὑπερόπτης , and ὑπεροπ-εύει· ψεύδεται, ff.ll. for ἠπ- in Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπεροπεύς
Headword (normalized):
ὑπεροπεύς
Headword (normalized/stripped):
υπεροπευς
IDX:
107728
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107729
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπεροπ-εύς</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ὑπερόπτης</span> , and <span class="orth greek">ὑπεροπ-εύει·</span> <span class="foreign greek">ψεύδεται,</span> ff.ll. for <span class="foreign greek">ἠπ</span>- in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}