Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπεροιάζομαι
ὑπεροιδαίνω
ὑπεροιδάω
ὑπεροικέω
ὑπεροικοδομέω
ὑπέροικος
ὑπέροινος
ὑπεροίομαι
ὑπεροκνέομαι
ὑπερομβρία
ὕπερον
ὑπερόντως
ὑπέροξυς
ὑπεροπεύς
ὑπεροπλήεις
ὑπεροπλία
ὑπεροπλίζομαι
ὑπέροπλος
ὑπεροπτάω
ὑπεροπτέον
ὑπεροπτεύω
View word page
ὕπερον
ὕπερον, τό, v. ὕπερος, and ὕπερα, τά.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὕπερον
Headword (normalized):
ὕπερον
Headword (normalized/stripped):
υπερον
IDX:
107725
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107726
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὕπερον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, v. <span class="foreign greek">ὕπερος, </span> and <span class="foreign greek">ὕπερα, τά.</span> </div><br><br>'}