Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπέρξανθος
ὑπερξηραίνω
ὑπέρξηρος
ὑπερογκέω
ὑπερογκόομαι
ὑπέρογκος
ὑπερόδιον
ὑπεροδυνέω
ὑπεροειδής
ὑπεροιάζομαι
ὑπεροιδαίνω
ὑπεροιδάω
ὑπεροικέω
ὑπεροικοδομέω
ὑπέροικος
ὑπέροινος
ὑπεροίομαι
ὑπεροκνέομαι
ὑπερομβρία
ὕπερον
ὑπερόντως
View word page
ὑπεροιδαίνω
ὑπεροιδαίνω,
A). to be much swollen, AP 5.59 ( Rufin.).


ShortDef

to be much swollen

Debugging

Headword:
ὑπεροιδαίνω
Headword (normalized):
ὑπεροιδαίνω
Headword (normalized/stripped):
υπεροιδαινω
IDX:
107716
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107717
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπεροιδαίνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be much swollen,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">AP</span> 5.59 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Rufin.</span></span>).</div> </div><br><br>'}