Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπερξανθίζω
ὑπέρξανθος
ὑπερξηραίνω
ὑπέρξηρος
ὑπερογκέω
ὑπερογκόομαι
ὑπέρογκος
ὑπερόδιον
ὑπεροδυνέω
ὑπεροειδής
ὑπεροιάζομαι
ὑπεροιδαίνω
ὑπεροιδάω
ὑπεροικέω
ὑπεροικοδομέω
ὑπέροικος
ὑπέροινος
ὑπεροίομαι
ὑπεροκνέομαι
ὑπερομβρία
ὕπερον
View word page
ὑπεροιάζομαι
ὑπεροιάζομαι,
A). v. ὑπεροίομαι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπεροιάζομαι
Headword (normalized):
ὑπεροιάζομαι
Headword (normalized/stripped):
υπεροιαζομαι
IDX:
107715
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107716
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπεροιάζομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὑπεροίομαι.</span> </div> </div><br><br>'}