Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὑπέρνοος
ὑπερνοσέω
ὑπερνότιος
ὑπερξανθίζω
ὑπέρξανθος
ὑπερξηραίνω
ὑπέρξηρος
ὑπερογκέω
ὑπερογκόομαι
ὑπέρογκος
ὑπερόδιον
ὑπεροδυνέω
ὑπεροειδής
ὑπεροιάζομαι
ὑπεροιδαίνω
ὑπεροιδάω
ὑπεροικέω
ὑπεροικοδομέω
ὑπέροικος
ὑπέροινος
ὑπεροίομαι
View word page
ὑπερόδιον
ὑπερόδιον
, =
A).
pergula,
Gloss.
(fort.
ὑπερῷον
vel
ὑπερῴδιον
).
ShortDef
pergula
Debugging
Headword:
ὑπερόδιον
Headword (normalized):
ὑπερόδιον
Headword (normalized/stripped):
υπεροδιον
IDX:
107712
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107713
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπερόδιον</span>, = <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">pergula,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> (fort. <span class="foreign greek">ὑπερῷον</span> vel <span class="foreign greek">ὑπερῴδιον</span>).</div> </div><br><br>'}