Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπερνοέω
ὑπερνόησις
ὑπέρνοος
ὑπερνοσέω
ὑπερνότιος
ὑπερξανθίζω
ὑπέρξανθος
ὑπερξηραίνω
ὑπέρξηρος
ὑπερογκέω
ὑπερογκόομαι
ὑπέρογκος
ὑπερόδιον
ὑπεροδυνέω
ὑπεροειδής
ὑπεροιάζομαι
ὑπεροιδαίνω
ὑπεροιδάω
ὑπεροικέω
ὑπεροικοδομέω
ὑπέροικος
View word page
ὑπερογκόομαι
ὑπερογκ-όομαι, Poll. 4.187 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπερογκόομαι
Headword (normalized):
ὑπερογκόομαι
Headword (normalized/stripped):
υπερογκοομαι
IDX:
107710
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107711
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπερογκ-όομαι</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:4:187" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:4.187/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Poll.</span> 4.187 </a>.</div><br><br>'}