Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπερμεγέθης
ὑπερμεθύσκομαι
ὑπερμενέτης
ὑπερμενέων
ὑπερμενής
ὑπερμέση
ὑπέρμεστος
ὑπερμετρέω
ὑπερμετρία
ὑπέρμετρος
ὑπερμετώπιος
ὑπερμήκης
ὑπερμιξολύδιος
ὑπερμισέω
ὑπέρμορα
ὑπερμόρως
ὑπερνέμομαι
ὑπερνέφελος
ὑπερνεφής
ὑπερνέω
ὑπερνεωλκέω
View word page
ὑπερμετώπιος
ὑπερμετώπιος, ον,
A). over the forehead, EM 212.12 .


ShortDef

over the forehead

Debugging

Headword:
ὑπερμετώπιος
Headword (normalized):
ὑπερμετώπιος
Headword (normalized/stripped):
υπερμετωπιος
IDX:
107688
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107689
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπερμετώπιος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">over the forehead,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">EM</span> 212.12 </span>.</div> </div><br><br>'}