Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπέρμαζος
ὑπερμαίνομαι
ὑπερμάκης
ὑπερμαντεύομαι
ὑπερμαχέω
ὑπερμάχησις
ὑπερμαχητικός
ὑπερμαχικός
ὑπερμάχομαι
ὑπέρμαχος
ὑπερμεγάθης
ὑπέρμεγας
ὑπερμεγεθέω
ὑπερμεγέθης
ὑπερμεθύσκομαι
ὑπερμενέτης
ὑπερμενέων
ὑπερμενής
ὑπερμέση
ὑπέρμεστος
ὑπερμετρέω
View word page
ὑπερμεγάθης
ὑπερμεγάθης,
A). v. ὑπερμεγέθης.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπερμεγάθης
Headword (normalized):
ὑπερμεγάθης
Headword (normalized/stripped):
υπερμεγαθης
IDX:
107675
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107676
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπερμεγάθης</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὑπερμεγέθης.</span> </div> </div><br><br>'}