Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀντολίηνδε
ἀντολοφύρομαι
ἄντομαι
ἀντόμνυμι
ἄντομος
ἀντομῶσαι
ἀντονειδίζω
ἀντονίνημι
ἀντονομάζω
ἀντονομασία
ἀντονομαστικός
ἀντόπτρα
ἀντοργίζομαι
ἀντορέγω
ἀντορθιάζω
ἄντορος
ἀντορύσσω
ἀντορχέομαι
ἄντος
ἀντοφείλω
ἀντοφθαλμέω
View word page
ἀντονομαστικός
ἀντονομ-αστικός
,
ή
,
όν
,
A).
pronominal,
cj. for
ἀντωνυμικός
(q.v.),
D.H.
Amm.
2.12
.
ShortDef
pronominal
Debugging
Headword:
ἀντονομαστικός
Headword (normalized):
ἀντονομαστικός
Headword (normalized/stripped):
αντονομαστικος
IDX:
10766
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-10767
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντονομ-αστικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">pronominal,</span> cj. for <span class="foreign greek">ἀντωνυμικός</span> (q.v.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.H.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Amm.</span> 2.12 </span>.</div> </div><br><br>'}