Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπέρλεπτος
ὑπερλευκαίνομαι
ὑπέρλευκος
ὑπερλίαν
ὑπέρλοφος
ὑπερλύδιος
ὑπερλυπέομαι
ὑπερμαζάω
ὑπέρμαζος
ὑπερμαίνομαι
ὑπερμάκης
ὑπερμαντεύομαι
ὑπερμαχέω
ὑπερμάχησις
ὑπερμαχητικός
ὑπερμαχικός
ὑπερμάχομαι
ὑπέρμαχος
ὑπερμεγάθης
ὑπέρμεγας
ὑπερμεγεθέω
View word page
ὑπερμάκης
ὑπερμάκης,
A). v. ὑπερμήκης.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπερμάκης
Headword (normalized):
ὑπερμάκης
Headword (normalized/stripped):
υπερμακης
IDX:
107667
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107668
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπερμάκης</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὑπερμήκης.</span> </div> </div><br><br>'}