Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀντοικτίρω
ἀντοίομαι
ἀντολή
ἀντολίη
ἀντολίηθε
ἀντολίηνδε
ἀντολοφύρομαι
ἄντομαι
ἀντόμνυμι
ἄντομος
ἀντομῶσαι
ἀντονειδίζω
ἀντονίνημι
ἀντονομάζω
ἀντονομασία
ἀντονομαστικός
ἀντόπτρα
ἀντοργίζομαι
ἀντορέγω
ἀντορθιάζω
ἄντορος
View word page
ἀντομῶσαι
ἀντομῶσαι· παρακαλέσαι, Hsch. ἀντοναί· αἱ τῶν χειρῶν φοραί, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀντομῶσαι
Headword (normalized):
ἀντομῶσαι
Headword (normalized/stripped):
αντομωσαι
IDX:
10761
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-10762
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντομῶσαι·</span> <span class="foreign greek">παρακαλέσαι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">ἀντοναί·</span> <span class="foreign greek">αἱ τῶν χειρῶν φοραί,</span> Id.</div><br><br>'}