Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὑπερκακέω
ὑπερκαλλής
ὑπέρκαλος
ὑπερκάμνω
ὑπερκαρπέω
ὑπερκαταβαίνω
ὑπερκαταβακχεύω
ὑπερκαταγέλαστος
ὑπερκατάκειμαι
ὑπερκατάληκτος
ὑπερκατεργάζομαι
ὑπερκατηφής
ὑπέρκαυσις
ὑπερκαχλάζω
ὑπέρκειμαι
ὑπερκενόω
ὑπερκένωσις
ὑπερκέρασις
ὑπερκεράω
ὑπερκέρως
ὑπερκέρωσις
View word page
ὑπερκατεργάζομαι
ὑπερκατεργάζομαι
, aor. 1 part.
-κατεργασθείς
in pass. sense,
A).
over-digested,
Gal.
6.255
.
ShortDef
over-digested
Debugging
Headword:
ὑπερκατεργάζομαι
Headword (normalized):
ὑπερκατεργάζομαι
Headword (normalized/stripped):
υπερκατεργαζομαι
IDX:
107618
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107619
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπερκατεργάζομαι</span>, aor. 1 part. <span class="foreign greek">-κατεργασθείς</span> in pass. sense, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">over-digested,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 6.255 </span>.</div> </div><br><br>'}