Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὑπερκαγχάζω
ὑπερκαθαίρομαι
ὑπερκάθαρσις
ὑπερκαθέζομαι
ὑπερκαθεύδω
ὑπερκάθημαι
ὑπερκαθίζω
ὑπερκαθίστημι
ὑπέρκαιρος
ὑπερκαίω
ὑπερκακέω
ὑπερκαλλής
ὑπέρκαλος
ὑπερκάμνω
ὑπερκαρπέω
ὑπερκαταβαίνω
ὑπερκαταβακχεύω
ὑπερκαταγέλαστος
ὑπερκατάκειμαι
ὑπερκατάληκτος
ὑπερκατεργάζομαι
View word page
ὑπερκακέω
ὑπερκᾰκέω
,
A).
to be quite luckless,
Hsch.
ShortDef
to be quite luckless
Debugging
Headword:
ὑπερκακέω
Headword (normalized):
ὑπερκακέω
Headword (normalized/stripped):
υπερκακεω
IDX:
107608
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107609
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπερκᾰκέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be quite luckless,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}