Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὑπεριάχω
ὑπεριδρύω
ὑπεριζάνω
ὑπερίημι
ὑπερικόν
ὑπερικταίνοντο
ὑπερινάω
ὑπερίνησις
ὑπέρινος
Ὑπεριονίδης
ὑπερίππια
ὑπερίπταμαι
ὑπερισθμίζω
ὑπερίσταμαι
ὑπερίστιον
ὑπερίστωρ
ὑπέρισχνος
ὑπερίσχυρος
ὑπερισχύω
ὑπερίσχω
Ὑπερίων
View word page
ὑπερίππια
ὑπερίππια·
ἀγών τις παρθένων,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὑπερίππια
Headword (normalized):
ὑπερίππια
Headword (normalized/stripped):
υπεριππια
IDX:
107587
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107588
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπερίππια·</span> <span class="foreign greek">ἀγών τις παρθένων,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}