ὑπερικταίνοντο
ὑπερικταίνοντο, 3 pl. impf. Pass.,
A). hobbled along beneath, in the phrase γούνατα δ’ ἐρρώσαντο, πόδες δ’ ὑπερικταίνοντο : according to 23.3 it meant ἄγαν ἐπάλλοντο, and other ancient critics gave other explanations, v. EM 779.9 ; a reading ὑποακταίνοντο ( = ἔτρεμον ) is mentioned in ; cf. ἀκταίνω.