Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπέρθυμος
ὑπερθύριον
ὑπερθυρόω
ὑπερθύω
ὑπερθωμάζω
ὑπεριάστιος
ὑπεριάχω
ὑπεριδρύω
ὑπεριζάνω
ὑπερίημι
ὑπερικόν
ὑπερικταίνοντο
ὑπερινάω
ὑπερίνησις
ὑπέρινος
Ὑπεριονίδης
ὑπερίππια
ὑπερίπταμαι
ὑπερισθμίζω
ὑπερίσταμαι
ὑπερίστιον
View word page
ὑπερικόν
ὑπερικόν, τό,
A). v. ὑπέρεικος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπερικόν
Headword (normalized):
ὑπερικόν
Headword (normalized/stripped):
υπερικον
IDX:
107581
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107582
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπερικόν</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὑπέρεικος.</span> </div> </div><br><br>'}